ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΙ


Πρακτικά θέματα-Ένδικα Μέσα/Αναγκαστική Εκτέλεση

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ                                                                                                                              

1η πρακτική άσκηση
Η Ομόρρυθμη Εταιρεία Α, με σημαντική παρουσία στο διαφημιστικό χώρο και έδρα τη Θεσσαλονίκη, ανέλαβε με σχετική σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του ιδιοκτήτη ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου στην Αθήνα Β, να διαφημίσει με τα κατάλληλα μέσα, με καταχωρήσεις στον περιοδικό τύπο, και σε τηλεοπτικά μέσα, τις εργασίες του εκπαιδευτηρίου. Συμφωνήθηκε δε ότι η διαφήμιση έπρεπε να είναι έτοιμη και να αρχίσει η προβολή της  μέχρι την 31.8.2011. Το διαφημιστικό έργο δεν ολοκληρώθηκε έγκαιρα και  δεν κατέστη δυνατή η προβολή του, με αποτέλεσμα ο Β να αρνηθεί να καταβάλει στην Α τη συμφωνηθείσα αμοιβή των 60.000 Ευρώ.

Αμέσως μετά ο Β άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή κατά της Α και ζήτησε α) να του καταβληθεί ως αποζημίωση το ποσό των 100.000 Ευρώ, επειδή ελλείψει διαφημίσεων στο εκπαιδευτήριο του ενεγράφησαν για τη σχολική χρονιά 2011-2012 200 μαθητές λιγότεροι, έκαστος των οποίων θα κατέβαλε για δίδακτρα 8.000 Ευρώ, με καθαρό γι' αυτόν όφελος (μετά την αφαίρεση των εξόδων λειτουργίας) το ποσό των 100.000 Ευρώ, β) το ποσό των 30.000 Ευρώ, που καταβλήθηκε σε πλεονάζον διδακτικό προσωπικό, η απασχόληση του οποίου κατέστη ανέφικτη λόγω της μείωσης του αριθμού των σπουδαστών γ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 30.000 Ευρώ, επειδή λόγω της απώλειας νέων σπουδαστών η φήμη του εκπαιδευτηρίου επλήγη.

Η  Α άσκησε με προτάσεις, που κατέθεσε εμπρόθεσμα, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ανταγωγή, με αίτημα να της καταβληθεί η συμφωνηθείσα αμοιβή της, ποσού 60.000 Ευρώ.

Το ΜΠρωτΑθηνών έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, επεδίκασε στον ενάγοντα 70.000 Ευρώ, ως αποθετική ζημία και 10.000 Ευρώ ως ηθική βλάβη, απέρριψε ως αβάσιμο το υπό β αγωγικό αίτημα και απέρριψε την ανταγωγή ως αόριστη, επειδή η αντενάγουσα δεν προσδιόριζε με λεπτομέρειες το έργο, που είχε αναλάβει να δημιουργήσει.

Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, αμέσως μετά τη δημοσίευσή της, άσκησε έφεση η Α, ισχυριζόμενη ότι λόγω της οικονομικής κρίσης εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Β θα μπορούσε να εγγράψει 200 νέους σπουδαστές. Ισχυρίστηκε, ακόμη, για πρώτη φορά ότι η εναντίον της αξίωση ασκείται αβάσιμα, αφού οι 10 μόλις ημέρες καθυστέρησης στην παράδοση του διαφημιστικού υλικού, ήταν απρόσφορες να αποτρέψουν την εγγραφή νέων μαθητών, και ισχυρίστηκε επίσης για πρώτη φορά ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της, αλλά σε οδηγίες, που έλαβε από το Β, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου. Σε κάθε δε περίπτωση ισχυρίστηκε ότι ο Β είναι συνυπαίτιος κατά ποσοστό 60% στην επέλευση της ζημίας του.

Λίγο πριν τη δικάσιμο της εφέσεως η Α με δικόγραφο προσθέτων λόγων ζήτησε την εξαφάνιση της αποφάσεως, κατά τη διάταξή της με την οποία είχε απορριφθεί ως αόριστη η ανταγωγή της.

Δικάσιμος της εφέσεως ορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών η 24.10.2011. Στις 2.9.2011 ο Β άσκησε με αυτοτελές δικόγραφο που επιδόθηκε εμπρόθεσμα αντέφεση, κατά της διατάξεως της αποφάσεως, με την οποία έγινε εν μέρει μόνο δεκτό το αίτημά του για ηθική βλάβη και απορρίφθηκε το υπό β αίτημα της αγωγής.

Η εκκαλούσα Α προσκόμισε, επίσης, για πρώτη φορά στο Εφετείο σειρά ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που είχε ανταλλάξει με το Εκπαιδευτήριο του Β, για να αποδείξει τον ισχυρισμό της περί διαρκών μεταβολών στο έργο, από πρωτοβουλία του Β.

Το Εφετείο απέρριψε την αντέφεση του Β ως απαράδεκτη, δέχθηκε την έφεση της Α, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και αφού απέρριψε το σύνολο της αγωγής, έκανε δεκτή την ανταγωγή και επεδίκασε στην Α ως αμοιβή της, το ποσό των 50.000 Ευρώ.

Να προσδιορίσετε με βάση το παραπάνω ιστορικό
1.Τις δεκτικές προσβολής με έφεση διατάξεις της πρωτοδίκου αποφάσεως. Το αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης, ανάλογα με τις προσβαλλόμενες διατάξεις.
2.Το παραδεκτό της εφέσεως της Α, καθώς επίσης και το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων, που αυτή προσκόμισε ενώπιον του Εφετείου
3.Το παραδεκτό της αντεφέσεως του Β.
4.Ορθά ερευνήθηκε η ανταγωγή στο Εφετείο;
5.Τυχόν σφάλματα του Εφετείου ως προς τα ανωτέρω με ποιο λόγο αναιρέσεως μπορούν να ελεγχθούν;
6.Θα μπορούσε να προβληθεί ως λόγος εφέσεως η καθύλην αναρμοδιότητα του ΜΠρωτΑθηνών;

_________________________________________________________________________________

Φροντιστήριο στα «Ένδικα μέσα-Αναγκαστική Εκτέλεση»
Άσκηση 1η 
O A άσκησε στο ΠολΠΠολυγύρου αγωγή ζητώντας α) την αναγνώριση της κυριότητάς του επί ενός ελαιώνα, ευρισκόμενου στον Πολύγυρο, αξίας 70.000 Ευρώ, το οποίο απέκτησε ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πρόσφατα αποθανόντος πατρός του, καθώς και την απόδοση της νομής του ακινήτου στον ίδιο και β) την καταβολή αποζημίωσης ύψους 30.000 Ευρώ, επειδή, λόγω της παράνομης κατοχής του ακινήτου από τον Β, εμποδίστηκε στη συγκομιδή των ελαιοκάρπων από τις ελιές που υπήρχαν στο κτήμα. Με τις προτάσεις του επί της αγωγής ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι νέμεται το ακίνητο νομίμως βάσει πολυετούς συμβάσεως επικαρπίας, που είχε συνάψει με τον πατέρα του Α και συνεπώς αμφότερα τα αιτήματα της αγωγής είναι απορριπτέα. Ο Α αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του Β. Το δικαστήριο, με την οριστική του απόφαση, α) δέχθηκε εξ ολοκλήρου το πρώτο αίτημα της αγωγής, αναγνώρισε την κυριότητα του Α και καταδίκασε τον Β σε απόδοση του ακινήτου στον ενάγοντα και β) απέρριψε το δεύτερο αίτημα της αγωγής του Α ως ουσία αβάσιμο. Η απόφαση δημοσιεύθηκε την 31.1.2007 και δεν επιδόθηκε.

Την 20.1.2010 ο Β άσκησε έφεση ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης και την καθ' ολοκληρία απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής του Α ισχυριζόμενος: α) ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του για την ύπαρξη επικαρπίας, προς απόδειξη της οποίας επικαλείται ήδη και θα προσκομίσει για πρώτη φορά στο Εφετείο το σχετικό έγγραφο συστάσεώς της καθώς και τα στοιχεία της μεταγραφής του, β) ότι, πάντως, η αγωγή του Α ήταν ούτως ή άλλως απορριπτέα, διότι δεν αναφέρεται σε αυτή, αν ο ενάγων είχε προβεί σε συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας του πατέρα του και σε μεταγραφή αυτής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίσθηκε για την 10.12.2010.

Την 1.10.2010 ο Α άσκησε αντέφεση ισχυριζόμενος ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων το δικαστήριο απέρριψε το δεύτερο αίτημα της αγωγής του ως ουσία αβάσιμο.

Ακόμα ο εφεσίβλητος-ενάγων Α, αμυνόμενος κατά της εφέσεως αντέτεινε με τις προτάσεις του α) ότι η αρχικώς συμφωνηθείσα διάρκεια της επικαρπίας είχε λήξη ενόσω ζούσε ακόμα ο πατέρας του, και έκτοτε ο Β παραμένει παράνομα στο αγροτεμάχιο, αρνούμενος την απόδοσή του, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του πατέρα του προς απόδοσή του, και β) ότι αμέσως μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως μετέγραψε νομίμως την αποδοχή της κληρονομίας του, επικαλούμενος και τα στοιχεία της μεταγραφής.

Ερωτήματα
1. Να ερευνήσετε το παραδεκτό της έφεσης του Β.
2. Ασκήθηκε παραδεκτά η αντέφεση; Ποια θα είναι η τύχη της, αν η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη; Θα μπορούσε το αίτημα της έφεσης να ασκηθεί παραδεκτά ως έφεση;
3. Είναι παραδεκτοί οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Α κατά της συζήτηση της έφεσης;
4. Αν η απόφαση είχε εκδοθεί ερήμην του Β, θα μπορούσε και μέχρι πότε να την προσβάλει με ανακοπή ερημοδικίας;

Άσκηση 2η
Ο Α άσκησε ενώπιον του ΕιρΘεσ αγωγή κατά του Β προς καταβολή ποσού 20.000 Ε ως τιμήματος πώλησης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή με απόφασή του που δημοσιεύθηκε την10.10.2000.
Την 31.10.2000 ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης, προβάλλοντας ως λόγο ότι η αξίωση του Α είχε ήδη πριν την άσκηση της αγωγής υποπέσει σε παραγραφή.

Ερωτήματα
1. Είναι παραδεκτός ο λόγος εφέσεως;
2. Υποθέστε ότι η έφεση παρέμεινε εκκρεμής επί 10 χρόνια και ότι η δικάσιμος προσδιορίσθηκε τελικά, με επιμέλεια του Β, την 1.11.2010.Μπορεί ο Β α) με το δικόγραφο της εφέσεως, β) με τις προτάσεις του επί της εφέσεως, να προβάλει ως λόγο εφέσεως ότι η επίδικη απαίτηση είχε ήδη παραγραφεί εν επιδικία;

Άσκηση 3η
Ο Α, άσκησε ενώπιον του ΠολΠΗρ την 10.1.2010 αγωγή διεκδικήσεως ακινήτου, ευρισκόμενου στο Ηράκλειο Κρήτης, το οποίο είχε αποκτήσει εκ διαθήκης του θανόντος το έτος 1988 πατρός του. Ο Β, αμυνόμενος κατά της αγωγής, ισχυρίσθηκε ότι ο ίδιος νέμεται ανενόχλητα το ακίνητο από το έτος από το έτος 1988 και έχει ήδη αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ο ισχυρισμός του Β έγινε πρωτοδίκως δεκτός και η αγωγή του Α απορρίφθηκε.

Ο Α άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως ισχυριζόμενος ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την κτήση κυριότητας του Β με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι ο ίδιος μέχρι το έτος 2000 ήταν ανήλικος, γεγονός που είχε τεθεί υπόψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

 Αμυνόμενος κατά της εφέσεως ο Β ισχυρίσθηκε με προτάσεις του ότι το συμβολαιογραφικό πωλητήριο, το οποίο εφέρετο ως τίτλος κτήσεως του Π, πατέρα του Α, ήταν εικονικό και επομένως ούτε ο Π, ούτε στη συνέχεια ο Α κατάστησαν κύριοι του ακινήτου, οπότε δεν αποκλειόταν η δική του χρησικτησία, διαρκούσης της ανηλικότητας του Α.

Ερωτήματα
1. Είναι παραδεκτή η έφεση του Α;
2. Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Β αν) δεν είχε προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, β) είχε προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμος γ) είχε προβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμος δ) είχε προβληθεί εμπροθέσμως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά η εξέτασή του παραλείφθηκε από το δικαστήριο.
________________________________________________________________________________

Δικαστικές αποφάσεις, για την υποστήριξη της διδασκαλίας στην ανακοπή ερημοδικίας (501 ΚΠολΔ) και στην έφεση (513 ΚΠολΔ)

Θέμα 1o 
Η άκυρη επίδοση ως προϋπόθεση στην άσκηση αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας, απόφαση ΑΠ 484/2010, ΝοΒ 2011, σελ. 339.
Περίληψη αποφάσεως: Δικονομία πολιτική. Επιδόσεις δικογράφων. Τόποι της επίδοσης. Ειδικότερα η επίδοση σε γραφείο. Εννοια "γραφείου". Ανακοπή ερημοδικίας. Λόγοι αυτής. Συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της ακροάσεως. Λόγος ανακοπής, η παράνομη επίδοση. Κρίση ότι η επίδοση είναι νόμιμη. Ελλειψη νομίμου βάσεως. Αναφέρεται σε ουσιαστικές διατάξεις και όχι στις διατάξεις της επίδοσης.

“ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ` Πολιτικό Τμήμα
 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη και Κωνσταντίνο Τσόλα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ...... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φανή Καραγιάννη. Του αναιρεσίβλητου: .... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεράσιμο Θεοδωράτο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-10-1995 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 88/1996 του ίδιου Δικαστηρίου. Κατόπιν ασκήθηκε η από 17-2-2003 ανακοπή ερημοδικίας του ... (ήδη αναιρεσείοντος) που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, το οποίο εξέδωσε την υπ`αριθ. 43/2004 απόφαση και 584/2007 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-9-2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανέγνωσε την από 4-2-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Το άρθρο 124 του ΚΠολΔ ορίζει στην παρ. 1, ότι η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει, στη δε παρ. 2 ότι αν το πρόσωπο έχει στον τόπο που πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του. Κατά δε το άρθρο 129 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν ο παραλήπτης της επίδοσης δε βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παρ. 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δε συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Γραφείο, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 124 παρ. 2 και 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, είναι ο χώρος στον οποίο εκείνος που αφορά η επίδοση ασκεί το επάγγελμά του ή προσφέρει πράγματι, κατά το χρόνο της επιδόσεως, τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης (ΟλΑΠ 3/2001). Εξάλλου, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι το άρθρο 129 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και όταν το πρόσωπο, προς το οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση εργάζεται ως υπάλληλος σε γραφείο ή κατάστημα που ανήκει σε άλλον, ιδιώτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο (ΑΠ 707/1994). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά της απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 501 του ΚΠολΔ, περιέχει κανόνα δικονομικού δικαίου, με εξαίρεση την περίπτωση της ανώτερης βίας (ΑΠ 302/2007), αφού ανήκει σε εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, οι οποίες ρυθμίζουν και την άσκηση και διασφάλιση του κατοχυρωμένου από το άρθρο 20 του Συντάγματος ουσιαστικού δικαιώματος της ακρόασης του διαδίκου. Ο αναιρετικός έλεγχος της παραβίασης της διάταξης αυτής, όταν το δικαστήριο, παρότι συντρέχουν οι περιπτώσεις που η διάταξη αυτή προβλέπει, δεν ακυρώνει την ερημοδικία του διαδίκου που άσκησε ανακοπή ερημοδικίας, επιτυγχάνεται με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ. λόγο της, παρά το νόμο, μη κήρυξης ακυρότητας (ΑΠ 237/2006). Ωστόσο, εάν ο αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια αυτή, έστω και αν εσφαλμένα επικαλείται στο αναιρετήριο ότι αυτή εμπίπτει στον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο Aρειος Πάγος, υπάγοντας αυτεπαγγέλτως τα περιστατικά που περιέχονται στο αναιρετήριο στον προσήκοντα λόγο αναίρεσης, ερευνά την επικαλούμενη πλημμέλεια ως λόγο που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, εφόσον στο αναιρετήριο εκτίθενται με πληρότητα όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν το Εφετείο δέχτηκε ότι κατά τη δικάσιμο της 12ης Μαρτίου 1996, κατά την οποία είχε προσδιορισθεί η εκδίκαση της από 4-10-1995 αγωγής του αναιρεσιβλήτου- ενάγοντος κατά του αναιρεσείοντος-εναγομένου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε, παρότι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, και δικάστηκε ερήμην. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ως προς τη νόμιμη κλήτευση του αναιρεσείοντος τα εξής: Όπως προκύπτει από την υπ` αριθ. ...έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ..., η συζήτηση της από 4-10-1995 αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ` αριθ. 88/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, ερήμην του εναγομένου - ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος, επισπεύσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος - καθ` ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου, με την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της ως άνω αγωγής, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την 12η Μαρτίου 1996, στη δικηγόρο Υ1, με την ιδιότητα αυτής ως υπαλλήλου του εναγομένου - ανακόπτοντος, ο οποίος κατά το χρόνο της επιδόσεως (9-10-1995), απουσίαζε από το γραφείο του, που βρισκόταν στην.... Κατά το χρόνο αυτό, ο εναγόμενος - ανακόπτων ήταν τυπικά αλλά και ουσιαστικά ο νόμιμος εκπρόσωπος της, νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα, αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία "......................", η οποία διατηρούσε τα γραφεία της στην ως άνω διεύθυνση επί της ..., όπως αυτό προκύπτει από την υπ` αριθ. .../9- 11-1995 βεβαίωση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας αλλά και συνομολογείται από τον εναγόμενο - ανακόπτοντα. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι στην ως άνω εταιρεία, ο ίδιος ήταν ουσιαστικά υπάλληλος και μόνον τυπικά φερόταν ως νόμιμος εκπρόσωπός της, ενώ η δικηγόρος Υ1, στην οποία επιδόθηκε το πιο πάνω αντίγραφο της αγωγής, με την κλήση προς συζήτηση, κατά την ανωτέρω δικάσιμο, δεν ήταν δική του υπάλληλος, αλλά υπάλληλος της προαναφερόμενης εταιρείας. Ο ισχυρισμός του αυτός, όπως δέχεται το Εφετείο, δεν αναιρεί το νόμιμο της επιδόσεως, ούτε συνεπάγεται δικονομική του βλάβη, αφού γραφείο είναι και ο χώρος στον οποίο εκείνος που αφορά η επίδοση, προσφέρει πράγματι, κατά το χρόνο της επιδόσεως, τις υπηρεσίες του, ακόμη και ως υπάλληλος, ενώ το άρθρο 129 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και όταν το πρόσωπο, προς το οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση εργάζεται ως υπάλληλος σε γραφείο ή κατάστημα, που ανήκει σε άλλον. Ανεξαρτήτως όμως των ως άνω, και σε κάθε περίπτωση, αποδείχτηκε, ότι ο εναγόμενος - ανακόπτων ασκούσε και ουσιαστικά τα καθήκοντα του νόμιμου εκπροσώπου της παραπάνω εταιρείας και ως εκ τούτου η διεύθυνση αυτής συνιστούσε το χώρο εκείνο, όπου αυτός ασκούσε κατά το χρόνο της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, το επάγγελμά του, το γεγονός δε ότι αυτός ταξίδευε, διαρκώς για τις ανάγκες της εργασίας του σε άλλα υποκαταστήματα της εταιρείας δε συνεπάγεται, χωρίς τίποτε άλλο, τη μη χρησιμοποίηση του χώρου εκείνου για επαγγελματική απασχόληση. Εξάλλου ο ίδιος ο εναγόμενος- ανακόπτων δήλωνε συνεχώς σε διάφορα έγγραφα και δικόγραφα, την περίοδο εκείνη, ως διεύθυνσή του την ... , στον ...(βλ. τις από 22-10-1994 προτάσεις του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, το από 8-9-1995 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνωρίσεως χρέους, την από 12-3-1996 αίτηση του περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και την υπ` αριθ.... αναγγελία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. .....), ενώ από τις υπ` αριθ. 4050/1995, 2834/1995, 580/1996 και 584/1996 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκύπτει ότι αυτός κλήθηκε στη διεύθυνση αυτή και παραστάθηκε κατά τη συζήτηση των αιτήσεων επί των οποίων αυτές εκδόθηκαν, ως καθ` ου, εκπροσωπούμενος μάλιστα από τη δικηγόρο του, ως άνω Υ1. Η τελευταία, όταν παρέλαβε την ένδικη από 4-10-1995 αγωγή, ήταν υπάλληλος της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας, της οποίας ο εναγόμενος - ανακόπτων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, και συνεργαζόταν με αυτόν κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ενεργώντας όχι αυτοβούλως και για δικό της λογαριασμό, αλλά ήταν εξαρτημένη από αυτόν, (παραλήπτη του αντιγράφου της αγωγής). Aλλωστε η ίδια δέχθηκε να παραλάβει την αγωγή και να συνυπογράψει την έκθεση επιδόσεως με την ιδιότητα της υπαλλήλου, αποδεχόμενη ότι συναπασχολούνταν στον ίδιο χώρο με τον εναγόμενο - ανακόπτοντα με τον οποίο, υπήρχε στενή και με χρονική διάρκεια επικοινωνία μεταξύ τους, ενώ η εν λόγω δικηγόρος διέθετε νομική παιδεία για να αντιληφθεί τη σημασία της επίδοσης του εγγράφου αυτού. Επίσης από τις μετ` επικλήσεως προσκομιζόμενες υπ` αριθ. ..., ... και... εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...... , ο ίδιος ο εναγόμενος - ανακόπτων είχε αναθέσει και σε άλλα πρόσωπα, όπως στην ... και την ... να παραλαμβάνουν, σε ανύποπτο χρόνο, για λογαριασμό του, με την ιδιότητα των υπαλλήλων του, δικόγραφα στην ίδια παραπάνω διεύθυνση, επί της ... Όσον αφορά δε τη Υ1 αυτή παρελάμβανε συστηματικά δικόγραφα για λογαριασμό του ανακόπτοντος, δηλώνοντας ρητώς την ιδιότητά της ως υπαλλήλου του (βλ. υπ` αριθ. ... έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ... και τις υπ` αριθ. ... και ... εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ...). Από τα παραπάνω συνάγεται με σαφήνεια ότι ο εναγόμενος-ανακόπτων δεν ήταν απλός υπάλληλος της ως άνω αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, στα γραφεία της οποίας έγινε η επίδοση της από 4-10-1995 αγωγής, αλλά νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, τυπικά και ουσιαστικά και η σχέση που τον συνέδεε με την Υ1, δικηγόρο, που παρέλαβε το δικόγραφο, ήταν χωρίς αμφιβολία υπαλληλική. Τέλος, σε κάθε περίπτωση και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, λόγω της στενής σχέσεως του εναγομένου - ανακόπτοντος με τη Υ1, με την οποία συνοικούσε στη ... , από το έτος 1994, (βλ. υπ` αριθ. ... έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), και στη συνέχεια, κατά το έτος 1997 τέλεσε γάμο, μαζί της, και της εκ μέρους της στενής παρακολουθήσεως και υπερασπίσεως των συμφερόντων του εναγομένου - ανακόπτοντος, αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση της ένδικης από 4- 10-1995 αγωγής και δεν υπέστη καμία δικονομική βλάβη, αφού η ερημοδικία του κατά τη δικάσιμο της 12ης Μαρτίου 1996, κατά την οποία συζητήθηκε η αγωγή αυτή, δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσεως της δικασίμου, δεδομένου ότι αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε το λόγο της ανακοπής ερημοδικίας, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυριζόταν ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα, ως κατ` ουσίαν αβάσιμο. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθώς απέρριψε τον πιο πάνω λόγο ανακοπής και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αφού, σύμφωνα, με τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που αυτό ανελέγκτως δέχτηκε, αναφορικά με τη διατήρηση γραφείου εκ μέρους του αναιρεσείοντος στην πιο πάνω οδό ... και τη σχέση (υπαλληλική) που συνέδεε την προαναφερόμενη Υ1, που παρέλαβε το επιδοθέν έγγραφο (επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αγωγής) με τον αναιρεσείοντα, η κλήτευση του τελευταίου για να παραστεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 12ης Μαρτίου 1996, ήταν νόμιμη και εμπρόθεσμη. Είναι συνεπώς αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων, αν και επικαλείται πλημμέλειες από τον αριθ. 1 του ΚΠολΔ, προβάλλει, κατ` ορθή υπαγωγή και χαρακτηρισμό των αιτιάσεών του, λόγο αναίρεσης από τον αριθ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για παρά το νόμο μη κήρυξη ακυρότητας.

Θέμα  2ο. 
Η ανώτερη βία, ως  λόγος αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας. 
Απόφαση ΑΠ 1260/2010. 
Περίληψη αποφάσεως. Πολιτική δικονομία. Ερημοδικία στο Εφετείο. Δικονομική ανώτερη βία. Δεν θεωρείται ο αιφνίδιος θάνατος του πληρεξουσίου δικηγόρου πριν από τη δικάσιμο. Απαιτείται η επίδειξη άκρας επιμέλειας και σύνεσης από τον διάδικο. Γνώση του διαδίκου περί του θανάτου. 

Πραγματικά περιστατικά.
 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 «Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Αποτελεί δηλαδή η δικονομική ανώτερη βία έννοια ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Τέτοιο γεγονός δικονομικής ανώτερης βίας αποτελεί για τον διάδικο που ερημοδικάσθηκε και ο αιφνίδιος θάνατος, πριν τη διεξαγωγή της δίκης, του πληρεξουσίου του δικηγόρου, υπό την προϋπόθεση ότι ο διάδικος, αν και επέδειξε την εξιδιασμένη επιμέλεια και προσοχή για τις υποθέσεις του, δεν πληροφορήθηκε εγκαίρως τον θάνατο του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ώστε να αναθέσει την υπόθεση του σε άλλον.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με τον λόγο αυτό προσβάλλεται και η απόφαση, η οποία, κατ` αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε ανακοπή ερημοδικίας, αν προσάπτεται σ` αυτή, ότι παρά τον νόμο δε δέχτηκε ότι ήταν άκυρη η ερημοδικία, διότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του διαδίκου, που ερημοδικάσθηκε, λόγος ανώτερης βίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με την από 10.4.2006 ανακοπή ερημοδικίας, ζήτησε να εξαφανισθεί η υπ` αριθ. 121/2006 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε ερήμην του και δέχθηκε την έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της υπ` αριθμ. 52/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, προβάλλοντας ακυρότητα της ερημοδικίας, διότι συνέτρεχε λόγος ανώτερης βίας. Ειδικότερα, ο ανακόπτων προέβαλε ότι την 29.10.2004 επιδόθηκε σ` αυτόν προσωπικά, με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου του αντιδίκου του, αντίγραφο της έφεσης του τελευταίου με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 4.11.2005, την ίδια δε ημέρα (29.10.2004) αυτός (ανακόπτων) επισκέφθηκε στο γραφείο του στα ... τον δικηγόρο Βασίλειο Διβάνη, προκειμένου να του αναθέσει την εντολή εκπροσώπησης του ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και να του καταβάλει την αμοιβή του, ο εν λόγω δε δικηγόρος αποδέχθηκε την εντολή και τον διαβεβαίωσε ότι δεν απαιτείτο η προσωπική παρουσία του εντολέα στο Εφετείο, θα τον ειδοποιούσε δε σχετικά με την έκβαση της υπόθεσης, μετά την έκδοση απόφασης από το Εφετείο. Ότι το Πάσχα του έτους 2005 συνάντησε και πάλι τον άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι θα μεριμνούσε ο ίδιος για τη συζήτηση της υπόθεσης. Οτι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον το Εφετείου, την 4.11.2005 ο εν λόγω πληρεξούσιος δικηγόρος του δεν παρέστη και δεν εκπροσώπησε αυτόν, διότι τη 17.06.2005 είχε αποβιώσει αιφνιδίως στα ..., γεγονός που ο ανακόπτων δεν είχε πληροφορηθεί, λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων στην ... και της σχεδόν μόνιμης διαμονής του εκεί, ούτε είχαν επίσης πληροφορηθεί τον θάνατό του τα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα του ανακόπτοντος που διέμεναν στα ..., το πληροφορήθηκε δε ο ίδιος ολίγες ημέρες μετά την άνω δικάσιμο της 4.11.2005. Με τα πραγματικά αυτά περιστατικά, επικαλούμενος ο ανακόπτων ανώτερη βία εξ αιτίας της οποίας δεν μπόρεσε να επιμεληθεί για τον διορισμό άλλου πληρεξουσίου δικηγόρου προκειμένου να παραστεί και τον εκπροσωπήσει στο Εφετείο κατά την άνω δικάσιμο κατά την οποία συζητήθηκε ερήμην του η έφεση του αντιδίκου του, ζήτησε με την ανακοπή του να ακυρωθεί η ως άνω ερήμην αυτού εκδοθείσα απόφαση. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή, με την επάλληλη αιτιολογία κυρίως μεν ότι τα άνω περιστατικά που ο ανακόπτων επικαλέστηκε, και αληθινά υποτιθέμενα, δεν συνιστούν ανώτερη βία, διότι αν αυτός είχε επιδείξει έστω και τη συνηθισμένη επιμέλεια, πολύ δε περισσότερο άκρα επιμέλεια και σύνεση για τις υποθέσεις του, δεν θα εφησύχαζε στις διαβεβαιώσεις του δικηγόρου του κατά μήνα Οκτώβριο 2004 και Πάσχα 2005, ότι αυτός θα επιμεληθεί να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά το πεντάμηνο περίπου χρονικό διάστημα που διέρρευσε από του θανάτου του δικηγόρου του μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης, επιδιώκοντας επικοινωνία με τον δικηγόρο του, θα είχε πληροφορηθεί τον θάνατο του και θα επιμελείτο για τον διορισμό άλλου πληρεξουσίου, επικουρικώς δε ότι δεν πιθανολογήθηκε πως ο ανακόπτων δεν εγνώριζε τον θάνατό του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ο οποίος ήταν δικηγόρος στη μικρή πόλη των ........ με πολυετή επαγγελματική δραστηριότητα και γνωστός, συνεπεία αυτής, στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο της πόλης, όπου και κατοικούσε ο ανακόπτων. Ετσι που έκρινε, το Εφετείο και απέρριψε την ανακοπή, κυρίως ως νόμω αβάσιμη, δεχθέν ότι τα άνω πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ο ανακόπτων δεν συνιστούν ανώτερη βία, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη κήρυξης ακυρότητας, όπως με τον πρώτο λόγο, κατά το οικείο μέρος, πράγματι από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιάται ο αναιρεσείων, και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος».

Θέμα 3ο. 
Η οριστική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 513 ΚΠολΔ, ως προϋπόθεση παραδεκτής ασκήσεως εφέσεως.
ΕφΘεσσαλονίκης 337/2010, Επιθεώρηση ΠολΔ 2010, σελ. 851.
Περίληψη αποφάσεως. Δικονομία πολιτική. Προϋποθέσεις παραδεκτού αυτής. Ειδικότερα οι αποφάσεις που προσβάλλονται παραδεκτά με έφεση. Η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για οποιονδήποτε λόγο είναι μη οριστική με συνέπεια να μην προσβάλλεται παραδεκτά με έφεση. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική και αποφαίνεται επί πλειόνων αιτήσεων για παροχή δικαστικής προστασίας (π.χ. αγωγής και ανταγωγής ή ενεργητικής απλής ομοδικίας), τότε κατ΄ εξαίρεση είναι παραδεκτή η έφεση κατά του οριστικού μέρους αυτής. (βλ. Παρατηρήσεις, Π. Γιαννόπουλου, ΕΠολΔ 2010/851).

«Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 ΚΠολΔ, έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό α)... β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τον συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 539 και 533 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής και απεκδύει το δικαστήριο της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για οποιονδήποτε λόγο και συγκεκριμένα λόγω μη κλητεύσεως του απόντα διαδίκου (βλ. ΕφΑΘ 954/1997, ΕλλΔνη 40.410) και λόγω μη επιδόσεως της αγωγής στην αρμόδια ΔΟΥ (βλ. Εφθεσ 2714/1989, ΕλλΔνη 32. 1278) δεν είναι οριστική, γι αυτό δεν υπόκειται σε έφεση και η ασκούμενη απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη κατ` άρθρο 532 ΚΠολΔ. Δεν έχει σημασία αν νόμιμα ή όχι κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, καθόσον εάν δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου της συζητήσεως, η απόφαση ως μη οριστική υπόκειται σε ανάκληση από το ίδιο το δικαστήριο.

Κατ` απόκλιση από τον κανόνα του ανεπίτρεπτου της εφέσεως κατά αποφάσεως εν μέρει οριστικής κατά την § 1 εδ. β` του άρθρου 513 ΚΠολΔ, επιτρεπτή είναι η έφεση όταν δικάζεται αγωγή και ανταγωγή και εκδίδεται οριστική απόφαση] για τη μία από αυτές και μη οριστική για την άλλη (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 513, σ. 168). Έτσι, στην περίπτωση αυτήν υπόκειται σε αυτοτελή έφεση η απόφαση αυτή ως προς την περατωθείσα αγωγή ή ανταγωγή (ΕφΑΘ 479/2008, ΝΟΜΟΣ). Επίσης απόκλιση από τον παραπάνω κανόνα του ανεπίτρεπτου της εφέσεως συνιστά και η περίπτωση κατά την οποία αν και είναι εν μέρει οριστική η απόφαση, επιτρέπεται έφεση κατά των οριστικών διατάξεων αυτής και τέτοια είναι η περίπτωση όπου έχουμε απλή ομοδικία και η απόφαση αποφαίνεται οριστικώς ως προς έναν ή περισσότερους από τους ομοδίκους και μη οριστικώς ως προς τους υπολοίπους (βλ. ΑΠ 953/1991, ΕλλΔνη 33. 784, Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 5η, σ. 95 § 225). [...]

Θέμα 4ο.
Επιτρεπτό ενδίκων  μέσων. Η αρχή της μείζονος εύνοιας.
ΠολΠρωτΘεσσαλονίκης  18051/2010. 
Περίληψη αποφάσεως. Ενδικα μέσα, το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων κρίνεται τόσο κατά τη διαδικασία κατά την οποία πράγματι εκδικάσθηκε η υπόθεση, όσο και κατά τη διαδικασία που ήταν κατά νόμον τηρητέα, αρχή της μείζονος εύνοιας, το ίδιο ισχύει και όταν ειδική διάταξη νόμου δεν επιτρέπει την άσκηση ορισμένου ενδίκου μέσου κατά των αποφάσεων της αντίστοιχης διαδικασίας, λόγω της φύσεως των υποθέσεων που υπάγονται σ΄ αυτήν, απρόσβλητο, πλην αντίθετης ειδικής ρυθμίσεως, με ένδικα μέσα των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως τέτοιων μέτρων, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δίκασε κατα την προσήκουσα διαδικασία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τούτο αυτεπαγγέλτως, δέχεται την έφεση και κρατώντας το ίδιο την υπόθεση προχωρεί στην εκδίκασή της κατά την προσήκουσα διαδικασία χάριν της οικονομίας της δίκης και εφόσον από την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για την προπαρασκευή των διαδίκων, τα παραπάνω ισχύουν όχι μόνο μεταξύ των ειδικών διαδικασιών αλλά και μεταξύ της τακτικής και αυτών ή μεταξύ της τακτικής και ειδικών διαδικασιών, αφ΄ ενός, και των διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων και εκούσιας δικαιοδοσίας, αφ΄ ετέρου.

«Κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, το συγχωρητό των ενδίκων μέσων, που ποικίλλει κατά τη διαδικασία, προσδιορίζεται τόσο από τη διαδικασία κατά την οποία πράγματι εκδικάστηκε η υπόθεση, όσο και από εκείνη η οποία ήταν σύμφωνα με το νόμο τηρητέα, πλην εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε, τούτο δε γιατί δεν είναι ανεκτό, στη δεύτερη περίπτωση, από πλάνη του δικαστή να παραβλάπτονται οι διάδικοι, στερούμενοι ενδίκου μέσου το οποίο χωρίς την ως άνω πλάνη θα δικαιούνταν (ΟλΑΠ 5/1985, ΕλλΔνη 26.440, ΟλΑΠ 109/1981, ΝοΒ 29.1276, ΑΠ 291/1985, ΝοΒ 34.71, ΕφΑΘ 142/2005 ΕφΑΘ 1662/1993, ΕφΑΘ 11094/1990, δημοσίευση Νόμος). Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που ειδική διάταξη νόμου δεν επιτρέπει την άσκηση ορισμένου ενδίκου μέσου κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά την προβλεπόμενη από την ενλόγω διάταξη διαδικασία, λόγω της φύσεως των υποθέσεων που υπάγονται σ` αυτήν, αφού δίκαιο και επιεικές είναι τα σφάλματα του δικαστηρίου περί το είδος της διαδικασίας που έπρεπε να τηρηθεί για την εκδίκαση της υποθέσεως να μην αποβαίνουν σε βάρος των διαδίκων και να μη στερηθούν οι τελευταίοι ενδίκου μέσου που συγχωρείται κατά της αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε κατά διαδικασία (τακτική) που επιτρέπει την άσκηση του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 5/1985, ό.π, ΟλΑΠ 109/1981 ό.π, ΑΠ 291/1985, ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 699 ΚΠολΔ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, πλην αν ορίζεται διαφορετικά. Η ανακοπή όμως κατ` αποφάσεως, που εκδόθηκε μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων αλλά εκτελείται μόνον κατά τη διάταξη της ως προς τα δικαστικά έξοδα, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ ή ενδεχομένως την προσήκουσα από τη φύση της ουσιαστικής διαφοράς ειδική διαδικασία, και όχι κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΑΘ 10015/1982, ΕλλΔνη 24.113, Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, υπό το άρθρο 933 παρ. 1, Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 702 σελ 165, αριθμ. 10).

Τέλος, κατά το άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Η πιο πάνω διάταξη έχει εφαρμογή και κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διαδικασία. Ετσι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δίκασε κατά την προσήκουσα διαδικασία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού διαπιστώσει τούτο κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, κάνει δεκτή την έφεση, με την οποία ο εκκαλών παραπονείται για την κατ` ουσίαν ολική ή μερική αποδοχή της αγωγής του αντιδίκου του και εξαφανίζει την εκκαλού-μενη απόφαση, εφόσον με την απόφαση αυτή δεν καθίσταται επιβλαβέστερη η θέση του εκκαλούντος χωρίς έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου, περαιτέρω δε κρατώντας το ίδιο την υπόθεση προχωρεί αμέσως στην εκδίκαση αυτής κατά την προσήκουσα διαδικασία και τούτο χάριν της οικονομίας της δίκης και εφόσον από την άλλη γενική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για την προπαρασκευή των διαδίκων (ΕφΛαρ 87/2008, ΕφΛαρ 755/2007, δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών, ΕφΑΘ 5498/2001, ΕλλΔνη 44.993, ΕφΑΘ 9538/1996, ΕλλΔνη 38.689, Εφθεσ 2295/1996, Αρμ 50.1095). Η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 ΚΠολΔ εφαρμόζεται όχι μόνο μεταξύ των ειδικών διαδικασιών, αλλά και μεταξύ της τακτικής διαδικασίας και αυτών, όπως και μεταξύ τακτικής και ειδικών διαδικασιών αφενός και των διαδικασιών των ασφαλιστικών μέτρων και της εκούσιας δικαιοδοσίας αφετέρου, τις οποίες ρητώς ο ΚΠολΔ χαρακτηρίζει στα άρθρα 682 και 739 αυτού ως ειδικές διαδικασίες. Δεν προβλέπεται κατόπιν αυτών, κατά την ορθότερη άποψη, η απόρριψη κάποιας αιτήσεως για το λόγο ότι εισήχθη κατά διαδικασία κατά την οποία κατά νόμο δεν δικάζεται, αλλά σε τέτοια περίπτωση προβλέπεται η έκδοση διατάξεως του δικαστηρίου, με την οποία ορίζεται ότι η υπόθεση θα εκδικασθεί κατά ορισμένη διαδικασία που κρίνεται ως αρμόζουσα (ΕφΑΘ 142/2005, ό.π).

Θέμα 5ο. 
Επιτρεπτό εφέσεως επί αντικειμενικής σωρεύσεως
ΑΠ 409/2009.
Περίλψη αποφάσεως. Δικονομία πολιτική. Αναίρεση. Προϋποθέσεις παραδεκτού αυτής. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη με αναίρεση απόφαση. Επί αντικειμενικής σωρεύσεως αν η απόφαση είναι οριστική για το ένα αίτημα και μη οριστική για το άλλο, τότε δεν προσβάλλεται παραδεκτά με αναίρεση ούτε το οριστικό της τμήμα.

«Από τις ταυτόσημες διατάξεις των άρθρων 513 παρ.1 β` και 553 παρ. 1β` ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης συγχωρούνται μόνο κατά οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ή αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 218 παρ.1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται, ότι, σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου σε ένα δικόγραφο, η απόφαση που περατώνει τη δίκη ως προς μία αίτηση, χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προσβολή με τα πιο πάνω ένδικα μέσα, ιδίως όταν οι αξιώσεις που υποβλήθηκαν, τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξάρτησης, δηλαδή η μία είναι παρεπόμενη της άλλης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση της άλλης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή του και ήδη πρώτου αναιρεσείοντα ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητας, λόγω εικονικότητας, των διαλαμβανόμενων στα με αριθμούς ... και ...συμβόλαια πώλησης και γονικής παροχής των συμβολαιογράφων Σκιάθου Σπυρίδωνα Μαργέλου και Μιχ.Μαθηνού, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, δικαιοπραξιών (πώλησης και γονικής παροχής, αντίστοιχα), καθώς και η δικαστική διανομή (με αυτούσια διανομή, αλλιώς πλειστηριασμό) των δύο επίδικων κοινών ακινήτων. Με την 336/1995 εν μέρει οριστική και εν μέρει παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απορρίφθηκε η σωρευόμενη στο αγωγικό δικόγραφο αναγνωριστική της ακυρότητας ως εικονικών των περιεχόμενων στα προμνημονεύομενα συμβόλαια δικαιοπραξιών αγωγή για τους σ`αυτή ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, διατάχθηκαν δε αποδείξεις με μάρτυρες σε βάρος του ενάγοντα, ως προς το εφικτό της αυτούσιας διανομής των επίδικων ακινήτων, με σύσταση χωριστής κατ`ορόφους ιδιοκτησίας ή μέρη ορόφων ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στο οποίο έχουν ανεγερθεί ή μπορούν να ανεγερθούν χωριστές οικοδομές με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων, καθώς και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Με την 26/2000 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανακλήθηκε η αμέσως προηγούμενη απόφασή του ως προς τη μη οριστική διάταξή της περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και έγινε δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη η αγωγή περί διανομής (καθώς και η πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ενάγοντα των Κ2 και ήδη δεύτερης αναιρεσείουσας και Κ1 θυγ. Θ1), διατάχθηκε δε η με πλειστηριασμό πώληση των επίδικων ακινήτων. Υστερα από έφεση του ενάγοντα και της πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας κατά της πιο πάνω οριστικής απόφασης, (καθώς και της 336/1995 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφασή, η οποία απέρριψε την έφεση κατά το μέρος της που στρεφόταν κατά της προσβαλλόμενης (336/1985) εν μέρει οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), δέχθηκε δε τυπικά την έφεση κατά τα λοιπά και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ως προς τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής των επίδικων ακινήτων με σύσταση οριζόντιας και ιδίως κάθετης ιδιοκτησίας, η οποία δεν διευκρινίζεται στο αναιρετήριο, κατά την ανάπτυξη από τους αναιρεσείοντες του διαδικαστικού ιστορικού της υπόθεσης, αν έχει ήδη διεξαχθεί. Ενόψει, επομένως, του ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας ως εκπρόθεσμη την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πιο πάνω 336/1995 απόφασης έχει αποφανθεί οριστικά μόνο ως προς την αγωγική αξίωση περί αναγνώρισης της εικονικότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών, ενώ ως προς την αγωγική αξίωση περί διανομής των επίδικων ακινήτων, η οποία τελεί σε σχέση εξάρτησης από το να αναγνωριστούν ή όχι ως εικονικές οι δικαιοπραξίες αυτές, εξέδωσε παρεμπίπτουσα περί αποδείξεων απόφαση, χωρίς, δηλαδή, να εκφέρει και επ`αυτής οριστική κρίση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως εν μέρει μόνο οριστική απόφαση, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Με τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, με τους δύο λόγους της οποίας προβάλλονται αιτιάσεις για παρά το νόμο απόρριψη ως εκπρόθεσμης της έφεσης κατά το πιο πάνω μέρος της, πρέπει να απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 577 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ) ως απαράδεκτη».