Η Ποινική Δικονομία χωρίζεται σε δύο μέρη:
- Τις Γενικές Αρχές της Ποινικής Δίκης
- Στάδια της Ποινικής Δίκης
Έναρξη ποινικής δίκης
Διαδικαστική ενέργεια: Ποινική δίωξη. Χωρίς αυτή δεν νοείται έναρξη της ποινικής διαδικασίας. => Ασκείται από τον εισαγγελέα.
Κατηγορητικό σύστημα:
Άλλη κρατική αρχή διώκει και άλλη κρατική αρχή αποφασίζει.
Η εισαγγελική αρχή διώκει.
Το δικαστήριο αποφασίζει.
- Ο εισαγγελέας έχει ενεργό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της ποινικής δίκης ( και στην προδικασία ).
- Δεν έχει μονόπλευρο ρόλο ως κατήγορος. Δεν είναι αντίδικος του κατηγορουμένου. Μπορεί στην πορεία να προτείνει κάτι διαφορετικό.
Αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης είναι ο εισαγγελέας. Αρ.27 ΚΠοινΔ - Την ασκεί στο όνομα της πολιτείας ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών.
Η άσκηση της ποινικής δίωξης ξεκινά είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από έγκληση.
Αυτεπάγγελτα - Όταν πέσει το έγκλημα στην αντίληψη του εισαγγελέα.
Εξαιρέσεις:
Υπάρχουν εγκλήματα που για να ξεκινήσει η ποινική δίωξη θα πρέπει να το ζητήσει αυτός ο οποίος ζημιώθηκε. δεν διώκονται αυτεπαγγέλτως.=> κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα.
Αρ.50§1 ΚΠοινΔ. - Μόνο σε όσες περιπτώσεις ορίζονται στον ΠΚ.( εγκλήματα κατά της τιμής, υφαίρεση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας κλπ.)
-Αφορούν σε έννομα αγαθά τα οποία διαθέτει ο φορέας τους.
- Εξαρτάται από το ενδιαφέρον του παθόντος να ζητήσει δίωξη.
- Π.χ. Αρ.344 ΠΚ - Βιασμός - Η ποινική δίωξη παύει αν το θύμα ζητήσει την διακοπή της δίκης => ιδιάζουσες περιστάσεις τέλεσης του εγκλήματος.
Για να ξεκινήσει η ποινική δίωξη θα πρέπει να προηγηθεί έγκληση. Η προθεσμία της έγκλησης είναι 3 μήνες από την τέλεση της πράξης αλλά και τη γνώση του ποιος είναι ο υπαίτιος σωρρευτικά. Η 3μηνη αυτή προθεσμία δεν αποτελεί παραγραφή. Η έγκληση αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της ποινικής δίκης. Αν δεν γίνει έγκληση ( και ) εμπρόθεσμα η δίκη θα κηρυχθεί απαράδεκτη.
Δίωξη:
Αρ.41 ΚΠοινΔ. - Αίτηση για δίωξη
Αποτελεί προϋπόθεση αλλά δεν είναι το ίδιο με την έγκληση. Δεν αρκεί η πληροφόρηση του εισαγγελέα αλλά θα πρέπει η αρχή κατά της οποίας τελέστηκε το έγκλημα να ζητήσει τη δίωξη ( π.χ. αρ.157 ΠΚ ) .
Η αίτηση αποτελεί δικονομική προϋπόθεση προκειμένου να ασκηθεί η ποινική δίωξη. Χωρίς την αίτηση δεν ασκείται η δίωξη.
Διαφορά έγκλησης vs αίτησης:
Η αίτηση για δίωξη δεν υπόκειται σε προθεσμία. Μπορεί να προταθεί οποτεδήποτε. Η αίτηση για δίωξη δεν ασκείται από φυσικό πρόσωπο. Ασκείται πάντα από την αρχή κατά της οποίας ασκήθηκε στο ποινικό αδίκημα. Αν η ποινική δίωξη ασκηθεί χωρίς την αίτηση δίωξης τότε δίωξη πάσχει τυπικώς και είναι απαράδεκτη.
Άδεια για δίωξη:
Αρ.54 ΚΠοινΔ - δεν είναι δικονομική προϋπόθεση για να ασκηθεί η δίωξη, αλλά δικονομική προϋπόθεση για να συνεχιστεί η ποινική δίωξη ( δεν μπορούν να ληφθούν μέτρα σε βάρος του κατηγορουμένου).
π.χ. Αρ.62 Σ. - Βουλευτική ασυλία. Η Βουλή αποφασίζει την άρση της Βουλευτικής ασυλίας προκειμένου να δικαστεί ο Βουλευτής = άδεια για δίωξη. Ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει τη δίωξη, αλλά για να συνεχιστεί η διαδικασία θα πρέπει να υπάρξει άδεια της δίωξης.
Πώς πληροφορείται ο εισαγγελέας την αξιόποινη πράξη;
Αρ.36 ΚΠοινΔ - Αυτεπάγγελτη δίωξη
- Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση.
- Γίνεται με μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη.
Μήνυση- Αρ 42§1 ΚΠοινΔ- Καταγγελία της αξιόποινης πράξης που γίνεται από οποιονδήποτε άλλο τρίτο εκτός από τον παθών.
π.χ. Απάτη / Εκβίαση - Διώκεται αυτεπαγγέλτως
Α εκβιάζει Β. Αν την καταγγείλει ο Γ έχουμε μήνυση. Αν την καταγγείλει ο Β έχουμε έγκληση.
Έγκληση και μήνυση έχουμε λοιπόν και στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα. Στα κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα δεν μπορούμε να έχουμε μήνυση.
Ο εισαγγελέας πληροφορείται με:
- Αίτηση / Έγκληση
- Μήνυση
- Οποιαδήποτε άλλη είδηση ( τηλεόραση, στο δρόμο κλπ.) - Αυτή η περίπτωση ισχύει μόνο στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα και όχι στα κατ' έγκληση.
Αρ.42§2 ΚΠοινΔ - Η μήνυση γίνεται στον εισαγγελέα από τον μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο με έκθεση. Μπορεί να γίνει και προφορικά σύμφωνα με τα αρ.149επ. ΚΠοινΔ.
Το αρ 42§2 ΚΠοινΔ εφαρμόζεται αναλογικά και για το αρ.46 ΚΠοινΔ για την έγκληση.
Ανακριτικοί υπάλληλοι- Αξιωματικοί αστυνομίας, πταισματοδίκης. => και σε αυτούς μπορεί να υποβληθεί η έγκληση / μήνυση.
Ο καταγγέλλων μπορεί να αναθέσει την ενέργεια σε κάποιον τρίτο με πληρεξούσιο ( δεν είναι ανάγκη να είναι δικηγόρος. Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε). Πρέπει ο τρίτος να είναι εφοδιασμένος με εξουσιοδότηση στην οποία θα έχει επικυρωθεί το γνήσιο της υπογραφής του εγκαλών / μηνυτή από δημόσια αρχή ή δικηγόρο. Μόνο τότε το πληρεξούσιο είναι έγκυρο. Αν οι διατυπώσεις του νόμου δεν τηρηθούν τότε η μήνυση / έγκληση είναι άκυρη. Το πληρεξούσιο θα πρέπει να είναι προγενέστερο της μήνυσης / έγκλησης και θα πρέπει να κατατεθεί ταυτόχρονα με την μήνυση / έγκληση.
π.χ. Εξύβριση του Β από τον Α. Ο Β καταθέτει έγκληση χωρίς το γνήσιο της υπογραφής / σε αναρμόδια αρχή. Η έγκληση είναι παράτυπη. Δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν μπορεί να ασκηθεί από τον εισαγγελέα. Αν τελικά ασκηθεί, θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Σε περίπτωση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εγκλήματος:
Ο Α εξουσιοδοτεί τον Β να υποβάλει μήνυση για κλοπή που έχει τελέσει ο Γ σε βάρος του Δ. Το πληρεξούσιο του Α προς τον Β δεν έχει βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής. Παράτυπη μήνυση. Δεν παράγει έννομες συνέπειες. Περιέρχεται όμως το έγκλημα στην γνώση του εισαγγελέα. Οπότε τώρα μπορεί να ασκήσει την ποινική δίωξη βασιζόμενος στη γνώση του εγκλήματος από είδηση.(3)
Ψευδής καταμήνυση: Αρ. 229 ΠΚ - Υπάρχει ευθύνη του ψευδώς μηνύων μόνο εάν αυτός είχε γνώση ότι τα γεγονότα που παρουσιάζει είναι ψευδή.
Ιδιώτης:
Ο τρίτος υποχρεούται να καταγγείλει το έγκλημα ή απλώς δικαιούται; - Δεν υπάρχει υποχρέωση. Υπάρχει δικαίωμα καταγγελίας της αξιόποινης πράξης.
Εξαίρεση: Αρ.40 ΚΠοινΔ - Υποχρέωση ιδιωτών να καταγγείλουν αξιόποινη πράξη μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. --> παρασιώπηση εγκλήματος αρ 232 ΠΚ.
Δεν υπάρχει υποχρέωση καταγγελίας για τετελεσμένο αδίκημα. Αφορά μόνο σε περιπτώσεις που το έγκλημα (ι) μελετάται, (ιι) η πηγή είναι αξιόπιστη και (ιιι) βρίσκεται σε στάδιο που μπορεί να αποτραπεί. Οι 3 αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρρευτικά. Θα πρέπει να καταγγείλει ακόμα κι αν αντιληφθεί τις προπαρασκευαστικές ενέργειες.
Ανακριτικός Υπάλληλος:
Αν την αξιόποινη πράξη την πληροφορήθηκε ή την αντιλήφθηκε ένας αστυνομικός υποχρεούται να ενημερώσει τον εισαγγελέα; - Αρ.37 ΚΠοινΔ - Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται ( εντώς ή εκτώς υπηρεσίας ) το οποίο αποτελεί ή μπορεί να αποτελέσει ποινίκο αδίκημα. Έχει υποχρέωση ενημέρωσης του εισαγγελέα.Όχι υποχρέωση υποβολής μήνυσης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι:
Αρ.37§2 ΚΠοινΔ - Έχουν υποχρέωση ενημέρωσης του εισαγγελέα μόνο για αξιόποινες πράξεις που πέφτουν στην αντίλληψη τους μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.( Πράξεις μου σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του.Αν αθετήσει αυτή την υποχρέωση έχουμε ποινική ευθύνη του υπαλλήλου για παράβαση καθήκοντως). Στις περιπτώσεις εκτός υπηρεσίας έχουν το δικαίωμα που έχει κάθε ιδιώτης.
Δικαστές:
Αρ.38 ΚΠοινΔ- Αν κατά τη διάρκεια ασκήσεως των καθηκόντων του δικαστή.
Π.χ. Σε αστική δίκη με τις προτάσεις ο ενάγων προβάλλει ως σχετικό ένα πλαστό έγγραφο το οποίο φένεται. Ο δικαστής αν έχει τη δυνατότητα θα δικάσει ο ίδιος την πλαστογραφία, αν όχι θα συντάξει έκθεση και θα παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο. Εδώ, επειδή έχουμε πολιτικό δικαστήριο και η πλαστογραφία είναι ποινικό αδίκημα, ο δικαστής θα συντάξει έκθεση και θα γνωστοποίησει στον εισαγγελέα ότι έχει τελεστεί αξιόποινη πράξη.
§2- Το ίδιο υποχρεούται να κάνει κι αν υποβλήθηκε η έγκληση στην αρμόδια αρχή.
π.χ. Σε μια ποινική δίκη διαπίστωνεται πλαστογραφία και ψευδομαρτυρία. Ο δικαστής σ'αυτήν την περίπτωση έχει τη δυνατότητα να δικάσει και μάλιστα επί τόπου. Πρέπει το δικαστήριο να είναι αρμόδιο.
π.χ. Σε μια υπόθεση εξύβρισης, που είναι αρμοδιότητα μονομελούς, προκύψει ψευδομαρτυρία που είναι αρμοδιότητα τριμελούς δεν μπορεί να δικάσει επί τόπου. Πρέπει να συντάξει ενημερωτική έκθεση προς τον εισαγγελέα. Αν πρόκειται για υπόθεση που υπάγεται σε δικαστήριο κατώτερο από αυτό στο οποίο δικάζεται η κύρια δίκη τότε μπορεί να δικάσει. ( Ιεραχική αρμοδιότητα).
Φτάνει τον εισαγγέλεα μια έγκληση / μήνυση. Αυτός υποχρεούται πάντοτε να ασκήσει δίωξη;
Αρχή της σκοπιμότητας:
Ο εισαγγελέας δεν είναι υποχρεωμένος να ασκήσει τη δίωξη.Θα σταθμίσει την κατάσταση ανάλογα με το πρόσωπο του δράστη, το μηνυτή, το έγκλημα. Υπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια να ασκήσει τη δίωξη.
Αρχή της νομιμότητας:
Δεν έχει περιθώρια σταθμίσεων. Άπαξ και πέσει στα χέρια του μια έγκληση ή μια μήνυση υποχρεούται να ασκήσει την ποινική δίωξη. Για να διασφαλιστεί ότι πρλαξεις οι οποίες είναι αξιόποινες θα διερευνηθούν από το ποινικό δικαστήριο.
==> Στο Ελληνικό δίκαιο ισχύει η αρχή της νομιμότητας. Περιορισμός αρχής της νομιμότητας: Αρ.43§2 ΚΠοινΔ. Ο εισαγγελέας υποχρεούται να ασκήσει δίωξη εκτός έαν (ι) η μήνυση δεν στηρίζεται στο νόμο ( νόμω αβάσημη )[τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν ποινικό αδίκημα. Θα πρέπει να υπάρχει η αντικειμενική υπόσταση του εγκληματος], (ιι) είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ( περιέχει ακατάληπτα πράγματα / δεν βγάζει νόημα ), (ιιι) είναι προφανώς στην ουσία της ψευδής
Αρ.47 ΚΠοινΔ -> αναλογική εφαρμογή του αρ 43§2 ΚΠοινΔ
Σ'αυτές τις περιπτώσεις ο εισαγγελέας θα απορρίψει. Δεν θα ασκήσει πινική δίωξη.
-Μηνύσεις-
Αρχειοθετεί τη μήνυση. Συγχρώνως υποβάλλει αντίγραφο της μήνυσης αυτής στον εισαγγελέα εφετών προκειμένου να εγκρίνει την αρχειοθέτηση.
Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί:
- Είτε να συμφωνήσει στην αρχειοθέτηση
- Είτε να διατάξει την άσκηση της ποινικής δίωξης.
-Εγκλήσεις-
Αρ.47§1 ΚΠοινΔ
Ο εισαγγελέας απορρίπτει με αιτιολογική έκθεση και θα την γνωστοποιήσει στον εγκαλούντα.
Αρ.48 ΚΠοινΔ - Μέσα σε 15 μέρες από την επίδωση της απορριπτικής δίαταξης ο εγκαλών μπορεί να προσφύγει στον εισαγγελέα εφετών κατά της αιτιολογικής έκθεσης που απορρίπτει την έγκληση του εισαγγελέα πλημελιοδικών.
Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί:
- Να απορρίψει την προσφυγή
- Να δεχθεί την προσφυγή - Σ'αυτήν την περίπτωση ο εισαγγελέας πληεμλιοδικών θα πρέπει να συμμορφωθεί και να ασκήσει ποινική δίωξη.